μπουλούκος

μπουλούκος
ο
θηλ. (λ. τουρκ.), παχουλός, στρουμπουλός, καλοθρεμμένος: Ο γιος της έγινε μπουλούκος γιατί έτρωγε συνέχεια σοκολάτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπουλούκος — ο, θηλ. μπουλούκα ευτραφής, παχουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bolluk «μέγεθος, πλήθος»] …   Dictionary of Greek

  • τόκας — και τόκλας, ο, Ν στρογγυλή πέτρα που χρησιμοποιείται ως στόχος στο παιχνίδι αμάδες, αλλ. μπουλούκος, πλούκος, μπίτσος, μούτσος ή φίτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. toccare «πιάνω, αγγίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”